Ζημιές που προκλήθηκαν από το χθεσινό (07/06) σεισμό μεγέθους 5,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ κυρίως σε ναούς μονών χωρίς να απειλούν την στατικότητα αυτών αλλά δομικά στοιχεία τους, διαπίστωσε η ομάδα εργασίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος / Τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας, του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, του ΙΤΣΑΚ και του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η οποία επισκέφθηκε και επιθεώρησε τέσσερα μοναστήρια του Αγίου Όρους, τις μονές Δοχειαρίου, Ξενοφώντος, Αγίου Παντελεήμονος, και Σίμωνος Πέτρας.
Οι έλεγχοι θα συνεχιστούν όλη την εβδομάδα και έπειτα θα συνταχθεί πόρισμα, το οποίο θα σταλεί στην Πολιτεία.
«Από την έως τώρα εικόνα από τα τέσσερα μοναστήρια, τις αναφορές που είχαμε από άλλες μονές που θα επισκεφθούμε, αλλά και τις δικές μας εκτιμήσεις με βάση την απόσταση από το επίκεντρο του σεισμού, πιστεύουμε ότι το κόστος της συνολικής αποκατάστασης των ζημιών, από το σεισμό, εντός του Αγίου Όρους θα είναι της τάξεως των έξι, επτά εκατομμυρίων ευρώ, αλλά αυτό είναι μια πρώτη εκτίμηση, θα πρέπει να επισκεφτούμε και άλλες μονές», ανέφερε ο πρόεδρος του ΤΕΕ / ΤΚΜ και γενικός διευθυντής του ΚΕΔΑΚ, Ηλίας Περτζινίδης, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Υπάρχουν ζημιές που απαιτούν άμεσες παρεμβάσεις, όχι γιατί κινδυνεύουν με κατάρρευση κτήρια, αλλά γιατί μπορεί να υπάρξει, σε κάποιο επόμενο ισχυρό σεισμό, κατάρρευση δομικών στοιχείων τους.
Όταν, όμως, πρόκειται για τέτοιου είδους ιστορικής σημασίας κτίρια, όπως οι μόνες του Αγίου Όρους, η μη αποκατάσταση, για παράδειγμα, ενός τυμπάνου που έχει σήμερα υποστεί ρωγμή, σε έναν επόμενο ισχυρό σεισμό ενδεχομένως να προκαλέσει ζημιές στον τρούλο, ή κατάρρευση σοβάδων, τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, ανεκτίμητης ιστορικής αξίας. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο και για αυτό το λόγο είναι απαραίτητες άμεσες εργασίες», προσέθεσε.
Πέρα από τις ζημιές σε ναούς, κυρίως ρωγμές στην τοιχοποιία, καταρρεύσεις κεραμιδιών και σοβάδων, πολυελαίων στην Αγία Τράπεζα σε δύο μοναστήρια, στη βορειοδυτική πλευρά της μονής της Σιμωνόπετρας έχουν πληγεί και ορισμένοι πεσσοί, δομικά στοιχεία μεταξύ των παραθύρων, σε κτήρια. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί οι ζημιές θα πρέπει να αποκατασταθούν άμεσα, ώστε να μην δημιουργηθούν μεγαλύτερες ζημιές στο μέλλον, ενδεχομένως από έναν νέο ισχυρό σεισμό.
«Αυτά τα σημεία που ελέγξαμε θα τα χαρακτήριζα ως “κίτρινα” εάν ήταν εκτός του Αγίου Όρους, σε κάποιο αστικό κέντρο, δηλαδή δεν υπάρχει αυτήν την στιγμή ζήτημα με τη στατικότητα, δεν είναι “κόκκινα”, αλλά χρειάζονται οπωσδήποτε άμεσες παρεμβάσεις και επισκευές για να αποτραπεί κάθε ενδεχόμενο να “κοκκινίσουν” σε κάποιο επόμενο ισχυρό σεισμό», τόνισε ο κ. Περτζινίδης.
«Παρακολουθούμε με την ομάδα την εξέλιξη του φαινομένου, είχαμε εγκαταστήσει ήδη έναν επιταχυνσινογράφο εδώ και έναν χρόνο στη μονή Ξενοφώντος και σκοπεύαμε να τοποθετήσουμε και άλλους δύο, σε άλλες μονές, για να εκτιμούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις ενδεχόμενες επιπτώσεις σε κτήρια», υπογράμμισε ακόμη.
Τις επόμενες μέρες, το κλιμάκιο θα επισκεφθεί τις μονές Ζωγράφου και Κοσταμονίτου που είναι πιο κοντά στο επίκεντρο του σεισμού σε σύγκριση με άλλες πιο απομακρυσμένες, καθώς και τις μονές Χιλανδαρίου, Διονυσίου, Γρηγορίου, Αγίου Παύλου.
Ήδη, υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία του κλιμακίου και ενημέρωση από τη μόνη Βατοπεδίου και μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα υπάρχει μία πλήρης εικόνα των ζημιών σε μονές και κελιά σε όλη την έκταση του Αγίου Όρους, καθώς και προτάσεις για την αποκατάσταση αυτών.