Οι αστικοί πληθυσμοί, αποκομμένοι από τη φύση, πολλώ δε μάλλον από την άγρια φύση, προσεγγίζουμε τα ζώα είτε σαν δεσποζόμενα κατοικίδια, ζωάκια συντροφιάς, είτε σαν ανθρωπομορφικά κινούμενα σχέδια. Η άγρια φύση, όσο διασώζεται, είναι μια ταινία, μια φαντασμαγορία, στην καλύτερη περίπτωση ένα ουμανιστικό ντοκιμαντέρ του Ατένμπορο.
Ο Τζον Αλεκ Μπέικερ με το βιβλίο του «Ο πετρίτης» (εκδ. Δώμα, μτφρ. Μαργαρίτα Καραμολέγκου) μάς οδηγεί σε μια άλλη κατανόηση της φύσης, των αγριμιών, των πουλιών. Κυρίως, των ανθρώπων. Παράξενο, μοναδικό κείμενο, ακατάτακτο έργο ενός μοναχικού φυσιοδίφη και υπαρξιακού ταξιδευτή. Χρονικό παρατήρησης του περίφημου πετρίτη, του Falco peregrine, του ταχύτερου ζώου στον πλανήτη, του μοναδικού αεροπόρου, θηρευτή, φονιά.
«Αποφεύγω τους ανθρώπους, αλλά τώρα με το χιόνι είναι δύσκολο να κρύβομαι… Πλέον είμαι τόσο μόνος όσο κι ο πετρίτης που ακολουθώ»
Ο Μπέικερ, απλός ιδιωτικός υπάλληλος, σάρωνε επί χρόνια έναν σχετικά μικρό υδροβιότοπο στο Εσεξ της Ανατολικής Αγγλίας, παρατηρώντας τον πετρίτη, οπλισμένος με ένα ποδήλατο και ένα ζευγάρι κιάλια. Και μια ακατανίκητη επιθυμία να γνωρίσει, να καταλάβει αυτό το άγριο πλάσμα. Από χιλιάδες σελίδες, το 1967 προέκυψε αυτό το βιβλίο που άλλαξε τον τρόπο να βλέπουμε τα άγρια πλάσματα, όταν ακόμη η πολιτική οικολογία βρισκόταν στα σπάργανα, ενόσω η εντατική γεωργία δηλητηρίαζε τη γη με εντομοκτόνα και φυτοφάρμακα, αφανίζοντας ζωικούς πληθυσμούς και είδη.
Ο θηρευτής ταυτίζεται με το θήραμα
Η προφητική οικολογία του «Πετρίτη» είναι μία μόνο όψη του, που τώρα μάλιστα μπορούμε να την καταλάβουμε ευκολότερα από το 1967. Οι άλλες όψεις του είναι σημαντικότερες, κι είναι αυτές που καθιστούν το βιβλίο μοναδικό ως γραφή και όχι μόνο ως καταγραφή. Ο Μπέικερ δεν είναι μόνο παθιασμένος παρατηρητής του πετρίτη, περιγράφει τη σταδιακή ταύτισή του με το παρατηρούμενο, την αρχαία αλήθεια ότι ο θηρευτής ταυτίζεται με το θήραμά του, και περιγράφει και την τρόπο τινά αναχώρησή του από τον τοξικό κόσμο των ανθρώπων:
«Οπως ο πετρίτης, άκουγα με μίσος τον ήχο του ανθρώπου, την απρόσωπη φρίκη των πέτρινων τόπων του. Πνιγόμουν κι εγώ κλεισμένος στο ίδιο βρομερό σακί του φόβου. Μοιραζόμουν τη λαχτάρα του κυνηγού για το καλύβι που δεν το ξέρει κανείς, για τη θέα και τη μυρωδιά του θηράματος, τη μοναξιά κάτω απ’ τον αμέτοχο ουρανό. […] Κάθισα κάτω και κοιμήθηκα τον ελαφρύ, πουπουλένιο ύπνο του πετρίτη. Κι ύστερα τον ξύπνησα με το ξύπνημά μου».
Εμείς είμαστε οι φονιάδες
Η ταύτιση γίνεται σταδιακά και είναι απόλυτη, περιγράφεται συνταρακτικά, μαζί με το πύρινο κατηγορώ για την ανθρώπινη απληστία, την άσκοπη φονικότητα, τον βιασμό της φύσης. Σαν να καταφέρνει να δει τον άνθρωπο με τα μάτια του άφοβου πετρίτη, των πουλιών. Οι λέξεις του καίνε: «Δεν υπάρχει τίποτα τρομερότερο για ένα άγριο πλάσμα -ούτε ο πόνος ούτε ο θάνατος- από τον φόβο του ανθρώπου. […] Εμείς είμαστε οι φονιάδες. Ζέχνουμε θάνατο. Κουβαλάμε την αποφορά του. Κολλάει πάνω μας σαν παγετός. Αδύνατον να τον διώξουμε».
Ο πετρίτης σκοτώνει. Κάθε μέρα. Είναι κύκλος ζωής. Φονεύει αλλά το κάνει από την ανάγκη της επιβίωσης και όχι για μια μη οργανική κυριαρχία. Ο Μπέικερ παρατηρεί ότι η τραγουδίστρια τσίχλα σκοτώνει ανελέητα τα σκουλήκια για να μπορεί να τραγουδά τόσο ωραία. Δεν μένει όμως εκεί. Βάζει μαζί, αντιθετικά και συγχρονικά, την ομορφιά με τον θάνατο:
«Δεν υπάρχει πιο όμορφο, πιο πλούσιο κόκκινο από το αίμα που κυλάει πάνω στο χιόνι. Παράξενο πώς το μάτι μπορεί να λατρεύει κάτι που το σώμα και το μυαλό μισούν». Και: «Ο φόνος που ακολουθεί μετά την αρπακτική πτήση των γερακιών επέρχεται με τρομακτική βιαιότητα, λες και το γεράκι ξαφνικά τρελαίνεται και σκοτώνει το πλάσμα που αγαπούσε. Είναι όμορφο θέαμα ο αγώνας των πουλιών για να σκοτώσουν ή για να γλιτώσουν τον θάνατο. Οσο μεγαλύτερη η ομορφιά τόσο πιο τρομερός κι ο θάνατος».
Tαξίδι αυτογνωσίας
Το βιβλίο ξετυλίγεται αργά, επίμονα, υπνωτικά, είναι ημερολόγιο, δεν περιέχει τρικ μυθοπλασίας. Οι κορυφώσεις είναι κρυμμένες, μέσα στη σάρκα του κειμένου (άθλος η μετάφραση). Οι περιγραφές είναι μοναδικής ακρίβειας, η πρόζα κυλάει άλλοτε φλογερή κι άλλοτε παγωμένη, με λογχίσματα πάθους με ρωμαλέο λυρισμό. Καμία λέξη δεν περισσεύει. Είναι υπαρξιακή ανάβαση στην ουράνια κλίμακα του πετρίτη, ταξίδι αυτογνωσίας, είναι αναγνωστικό σοκ για οποιονδήποτε ρίγησε μ’ ένα κελάηδημα, όποιον θροΐζεται με το αυγινό τραγούδι του κότσυφα, όποιον ένιωσε την ευλογία του Ορθρου των Πτηνών, όποιον αντίκρισε στα γκρεμνά του αρχιπέλαγος ή πάνω από τις φρυγμένες λαγκαδιές τους πρίγκιπες Falco peregrine και Falco eleonorae.
«Αποφεύγω τους ανθρώπους, αλλά τώρα με το χιόνι είναι δύσκολο να κρύβομαι. […] Πλέον είμαι τόσο μόνος όσο κι ο πετρίτης που ακολουθώ».
Πηγή
Author: