Μια σημαντική εξέλιξη στον αγώνα κατά του HIV/AIDS αποτελεί η προοπτική μιας ετήσιας ένεσης αντιρετροϊκής αγωγής με προφυλακτική δράση, η οποία πέρασε με επιτυχία την πρώτη φάση των κλινικών δοκιμών.
Ερευνητές δημοσίευσαν στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, τα αποτελέσματα της μελέτης Φάσης Ι για δραστική ουσία η οποία ήδη χρησιμοποιείται ως προφυλακτική αγωγή (Pre–Exposure Prophylaxis – PrEP), σε δοσολογία όμως που παρατείνει τη δραστικότητα μέχρι ένα έτος. Μέχρι σήμερα, η PrEP χορηγείται σε ομάδες αυξημένου κινδύνου, είτε σε μορφή χαπιού ημερησίως, είτε ενέσιμα κάθε οκτώ εβδομάδες.
Η συγκεκριμένη δραστική ουσία σταματά την αναπαραγωγή του ιού μέσα στα κύτταρα. Εάν, ως ετήσια ενέση, περάσει επιτυχώς και τις επόμενες φάσεις των κλινικών δοκιμών, θα μπορούσε να γίνει η πλέον μακροχρόνια μορφή πρόληψης του ιού HIV.
Στην κλινική δοκιμή συμμετείχαν 40 άτομα, αρνητικά στον HIV, στα οποία χορηγήθηκε ενέσιμα η αγωγή. Κατά τη μελέτη δεν προέκυψαν σημαντικές παρενέργειες ή θέματα ασφαλείας, σύμφωνα με το BBC. Μετά από 56 εβδομάδες, το φάρμακο ήταν ακόμη ανιχνεύσιμο στον οργανισμό τους.
Οι μελλοντικές δοκιμές θα πρέπει να συμπεριλάβουν περισσότερα άτομα και με διαφοροποιημένο επιδημιολογικό προφίλ, επισήμαναν οι ερευνητές κατά το ετήσιο συνέδριο για τους ρετροϊούς και τις ευκαιριακές λοιμώξεις (CROI 2025). Πάντως, πρόσθεσαν πως η ετήσια δόση έχει τη δυνατότητα να μειώσει περαιτέρω τα τρέχοντα εμπόδια στη χορήγηση PrEP αυξάνοντας την πρόσληψη, τη συμμόρφωση και, ως εκ τούτου, τη διεύρυνση της πρόληψης.
Επίσης, μία ετήσια χορήγηση προφυλακτικής αγωγής θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση των ανισοτήτων πρόσβασης στην PrEP: «Η PrEP ως καθημερινό χάπι έχει αλλάξει το παιχνίδι στην απόκρισή μας στον HIV. Η προοπτική ενός “ασφαλούς” ετήσιου ενέσιμου PrEP είναι τόσο συναρπαστική όσο και μεταμορφωτική. Είναι υπέροχο να βλέπουμε αυτά τα πρώιμα αποτελέσματα που υποδηλώνουν ότι το ενέσιμο PrEP μπορεί να είναι αποτελεσματικό για έως και 12 μήνες» δήλωσε στο BBC, o Richard Angell, εκπρόσωπος της φιλανθρωπικής οργάνωσης για τον HIV, «Terrence Higgins Trust».
(Με πληροφορίες από BBC, The Lancet)