Το σεξ ως Ιστορία

Μοιραστειτε το

Ενα βιβλίο για την ερωτική ζωή στην Ελλάδα του 20ου αιώνα

Κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές «εποχής» συνιστούν, ως γνωστόν, εδώ και πολλές δεκαετίες τον δημοφιλέστερο μηχανισμό αναπαραγωγής και διάδοσης της ιστορικής γνώσης -ή, εν πάση περιπτώσει, μιας κάποιας εικόνας για το ιστορικό παρελθόν. Οι όποιες ανακρίβειες αυτής της αναπαράστασης δεν είναι βέβαια καθόλου σπάνιο φαινόμενο και συχνά καυτηριάζονται από την κριτική, ιδίως όσον αφορά τη «μεγάλη» -εθνική και πολιτική- Ιστορία.

Λιγότερο ευδιάκριτες είναι συνήθως οι αντίστοιχες παραποιήσεις της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, με την αναχρονιστική (κι όχι πάντοτε αθώα) σύγχυση ανάμεσα σε πολύ διαφορετικές περιόδους. Για να σταθούμε σ’ ένα μόνο, επίκαιρο παράδειγμα: το τρέχον σίριαλ της ΕΡΤ 1 «Τα καλύτερά μας χρόνια» αναφέρεται, υποτίθεται, στη χούντα· αυτό όμως που βλέπουμε στις μικρές μας οθόνες δεν είναι η ασφυκτική αστυνομοκρατία της Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών, αλλά μια (αρκετά γελοιογραφική) αναπαραγωγή του κλίματος της πρώιμης Μεταπολίτευσης, όπως το αντιλαμβάνεται ένας σημερινός συντηρητικός πολίτης.

Τι Κοζάνη, τι Λωζάννη;

Ακόμα λιγότερο ορατοί καθίστανται αυτού του είδους οι αναχρονισμοί όσον αφορά τα ήθη περασμένων εποχών γύρω από την ερωτική ζωή και την εκδήλωση της σεξουαλικότητας των ανθρώπων. Ο επικαθορισμός αυτών των τελευταίων από την κυρίαρχη κάθε φορά νοοτροπία, όχι ως «καθαρή» ιδεολογία αλλά ως υλικές πρακτικές άμεσα εξαρτημένες από τον βιοπορισμό, την έννομη τάξη, τη δημόσια ή ιδιωτική κοινωνικότητα και τις υπόλοιπες εκφάνσεις της καθημερινότητας, καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την πιστή ανασύσταση όλου αυτού του πλέγματος, μέσα στο οποίο κινούνταν κι έκαναν (ή δεν έκαναν) έρωτα οι τότε άνθρωποι.

Τα πετυχημένα δείγματα μιας τέτοιας προσέγγισης, όπως τα αριστουργηματικά «Χρόνια της αθωότητας» του Σκορτσέζε, μάλλον σπανίζουν· πολύ πιο συνηθισμένες είναι οι επιφανειακές παραγωγές τύπου Αϊβορι, με πρωταγωνιστές ανθρώπους καθ’ όλα μοντέρνους, μασκαρεμένους απλώς με ρούχα παλιότερων εποχών – με αποτέλεσμα οι (συντηρητικές) αντιλήψεις τους να παραμένουν ακατανόητες για τον θεατή.

Μια αντίστοιχη αδυναμία διαπερνά και το δημοφιλές σίριαλ του ΑΝΤ 1 «Αγριες μέλισσες», την κατεξοχήν τηλεοπτική επιτυχία της τελευταίας διετίας: σ’ ένα θεσσαλικό -υποτίθεται- χωριό της δεκαετίας του 1950, τα ερωτικά ήθη ελάχιστα διαφέρουν από εκείνα μιας πανεπιστημιακής σχολής του 2000. Ο αναχρονισμός δεν αφορά φυσικά την ύπαρξη εξωσυζυγικών ή προγαμιαίων σχέσεων, που παρατηρούνται σε όλες τις κοινωνίες κι εποχές, αλλά τις υλικές συνθήκες και το διανοητικό σύμπαν μέσα στα οποία αυτές συνάπτονταν εκείνα τα χρόνια. Η πλοκή του σίριαλ αγνοεί λ.χ. ότι μέχρι το 1982 η μοιχεία συνιστούσε ποινικό αδίκημα, γεγονός που προσδιόριζε αποφασιστικά τις κινήσεις όλων των εμπλεκόμενων, και πως η έκδοση διαζυγίου δεν εξαρτιόταν από τη βούληση των παντρεμένων αλλά από την Εκκλησία και τον επιχώριο μητροπολίτη, που όφειλε να κρατά (και συνήθως κρατούσε) δεμένους επ’ αόριστον όσους «ο Θεός συνέζευξεν».

Ακόμα περισσότερο αγνοούνται η κυρίαρχη νοοτροπία της εποχής και οι πρακτικές που αυτή υπαγόρευε: η διαμετρικά αντίθετη πρόσληψη της ερωτικής ζωής (και, ακόμη περισσότερο, της συζυγικής απιστίας) ανδρών και γυναικών· η υποχρέωση ενός αδερφού να επιτηρεί εκ του συστάδην -αυτός και όχι οι γονείς- τις κινήσεις της αδερφής του, με εκτεταμένες εξουσίες και κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της κοινωνικής κατακραυγής («καλύτερα να σε κερατώνει η γυναίκα σου παρά η αδερφή σου»). Κι άλλα πολλά, που δεν χωράνε σ’ ένα σύντομο σημείωμα.

Ο λόγος των ιστορικών

Για την επιστροφή από τον μύθο στην πραγματικότητα, το κλειδί βρίσκεται στην ιστορικοποίηση των φαινομένων, τη μελέτη των εκάστοτε ερωτικών ηθών και συνηθειών ως ιστορικά επικαθορισμένων πρακτικών. Εμπνεόμενη από αντίστοιχες επεξεργασίες στο εξωτερικό, η εγχώρια ιστοριογραφία έχει επεκτείνει τα τελευταία χρόνια την έρευνά της και σ’ αυτό το πεδίο – με πιο πρόσφατο δείγμα τον συλλογικό τόμο «Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο την πρώτη μέρα της νέας καραντίνας, σε επιμέλεια της Δήμητρας Βασιλειάδου και της Γλαύκης Γκότση. Δεκατέσσερις διαφορετικές αναλύσεις καταπιάνονται εκεί με ισάριθμες πτυχές του φαινομένου, ως επί το πλείστον στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα.

Η Δήμητρα Βασιλειάδου μελετά το φαινόμενο των ψευδών μηνύσεων για βιασμό στις Κυκλάδες του Μεσοπολέμου, μηνύσεων οι οποίες -όπως προκύπτει από τα δικαστικά αρχεία- αφορούσαν συχνά σχέσεις καθ’ όλα συναινετικές μεν, αλλά που αντί για γάμο είχαν καταλήξει σε εγκατάλειψη της «κατεστραμμένης» κοπέλας (όχι πλέον παρθένας) από τον εραστή της. Στις τότε συνθήκες, παρόμοια «προσβολή» θεωρούνταν απόλυτα θεμιτό να οδηγηθεί στο δικαστήριο· εφόσον η γυναίκα ήταν πάνω από 21 ετών (και, συνεπώς, νομικά αδύνατο να έχει «αποπλανηθεί»), η δίωξη του πρώην εραστή για «βιασμό» αποτελούσε μονόδρομο για την «ηθική» (διά του γάμου) ή υλική «αποκατάστασή» της.

Ο Χρήστος Λούκος και η Βασιλική Θεοδώρου μελετούν πάλι τις στατιστικές του Νοσοκομείου Αφροδίσιων Νοσημάτων Συγγρού για το 1931, οδηγούμενοι στο συμπέρασμα πως εκεί δεν κατέληγαν μόνο πόρνες (ή νεαρές γυναίκες που η αστυνομία υποψιαζόταν ως τέτοιες, επειδή σύχναζαν λ.χ. σε «ζυθοπωλεία»), αλλά στις υπηρεσίες του κατέφευγαν επίσης κάθε λογής «ευυπόληπτοι» Αθηναίοι. Αξιοσημείωτη είναι μάλιστα η ταξική ευελιξία του ιδρύματος να συστήσει ειδικό παράρτημα, μακριά από ενοχλητικά βλέμματα, με πελάτες κυρίως «αστυνομικούς, αξιωματικούς, δικηγόρους, δημοσιογράφους, γιατρούς, δημοσίους υπαλλήλους, ιερείς και ηθοποιούς».

Μελετώντας τους αντίστοιχους φακέλους των πρωτοβάθμιων υπηρεσιών ψυχικής υγιεινής της Θεσσαλονίκης για την εικοσαετία 1960-1980, η Δέσπω Κριτσωτάκη επιχειρεί την εξαγωγή συμπερασμάτων για την πρόσληψη της σεξουαλικότητας από μια αξιοσημείωτη μερίδα της τότε νεολαίας, και δη κοριτσιών, λαϊκής κυρίως προέλευσης· το κυριότερο εύρημα αφορά μια σαφή τομή στις σχετικές νοοτροπίες γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1970, που κατά τη γνώμη του γράφοντος θα έπρεπε να ερμηνευτεί βάσει των εξελίξεων στον ευρύτερο περίγυρο.

Ο Κωστής Γκοτσίνας εξετάζει, τέλος, τη διαχρονική αντιμετώπιση του αυνανισμού από την εγχώρια ιατρική, με αποτέλεσμα μια ενδιαφέρουσα περιοδολόγηση, αποκαλυπτική για τη στενή εξάρτηση του επιστημονικού λόγου από τις διάχυτες κοινωνικές αντιλήψεις.

Ακόμα λιγότερο γνωστά μονοπάτια ανιχνεύουν τα κείμενα του ίδιου τόμου που αφορούν τις ομοερωτικές πρακτικές. Η Εφη Αβδελά μελετά τα αρχεία της Δικαιοσύνης ανηλίκων, αναζητώντας την πρόσληψη τέτοιων εμπειριών από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους εφήβους. Ο Νίκος Παπαδόγιαννης σκιαγραφεί την ανάδυση συγκεκριμένων χώρων ελεύθερης έκφρασης της ομοφυλόφιλης επιθυμίας τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, από τη Μύκονο και τα στέκια της Αθήνας μέχρι τη γειτονική Τουρκία, ενώ ο Σπύρος Χαιρέτης επικεντρώνεται στη λειτουργία των αθηναϊκών τσοντοσινεμά ως χώρων ομοφυλόφιλης συνεύρεσης σε ατομική ή ομαδική κλίμακα.

Η μελέτη του Κώστα Γιαννακόπουλου για την επικοινωνιακή διαχείριση ενός σεξουαλικού εγκλήματος του 1957 από τον Τύπο και τις Αρχές, αποδεικνύεται, τέλος, πολλαπλά αποκαλυπτική για τα ήθη της εποχής: η εισαγγελική απαγόρευση κάθε σχετικής δημοσίευσης διατάχτηκε όχι πριν αλλά μετά τη διαλεύκανσή του, όταν ο δολοφόνος είχε πλήρως ομολογήσει, για λόγους προστασίας όχι της ανάκρισης αλλά της δημόσιας ηθικής: το γεγονός ότι θύμα και θύτης δεν προέρχονταν από το κοινωνικό περιθώριο αλλά ήταν οικογενειάρχες με συζύγους και παιδιά, απειλούσε να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού, και δη των νεότερων ηλικιών, στη φερεγγυότητα και την αντοχή των κυρίαρχων στερεοτύπων.

Πηγή
Author: Τάσος Κωστόπουλος

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...