Έγινε αυτό που περιμέναμε… Και για να είμαστε ειλικρινείς άργησε να γίνει! Πήρε φωτιά μια δομή που λειτουργούσε ως νέας μορφής στρατόπεδο συγκέντρωσης… Του έβαλαν φωτιά πέντε χρόνια μετά, αν δεν κάνω λάθος, όπου αν ήμουν στη θέση τους θα επεδίωκα να το κάνω πολύ – πολύ νωρίτερα… Να το κάνω ολοκαύτωμα, να μην υπάρξει ποτέ ξανά τέτοια ντροπή στη χώρα μας και στη ζωή των ανθρώπων. Και των προσφύγων και των Ελλήνων της Λέσβου που κι εκείνοι βιώνουν το δικό τους τεράστιο δράμα στον ίδιο τον τόπο τους…
Οι εικόνες στην Λέσβο δεν είναι από εκείνες που δεν έχουν ξαναδεί ανθρώπινα μάτια. Δυστυχώς δεν είναι… Δεν θα εστιάσω σε αυτά αλλά στον ΣΚΑΤΟΨΥΧΟ που φωνάζει «να τους πνίξουν στην θάλασσα, να τους κάψουν κι αυτούς όπως έκαψαν τη δομή (την ποια;;;)» και άλλα τόσα χειρότερα του στυλ «ψόφο σε όλους τους» και άλλα ανάλογα σχόλια αφού μόνο τα light αναφέρω… Στα φασιστάκια και στους ρατσιστές που πάντα είχε σε μεγάλο βαθμό αυτή η χώρα όπως και αν προσπαθούν να δικαιολογηθούν και να μας το περάσουν.
Για ανθρώπους που ρίσκαραν να πεθάνουν μπαίνοντας σε μια βάρκα και αφού γλίτωσαν τον πνιγμό τους έβαλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης νέας εποχής φυσικά... Δεκάδες χιλιάδες σε ένα χώρο ικανό να ζήσουν μόλις δυο (και αν) χιλιάδες άνθρωποι. Αντιλαμβάνεται κανείς τις συνθήκες διαβίωσης επί χρόνια; Έψαξαν ένα καλύτερο μέρος μακριά από τους πολέμους και τις χούντες στις χώρες τους στη ΣΙΧΑΜΕΝΗ Ευρώπη που αγνοεί σκόπιμα τις λέξεις σεβασμός, αξιοπρέπεια και ΚΥΡΙΩΣ: Αλληλεγγύη…
Δεν γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι να εστιάζουν στην επιθυμία να πάθει κακό ο συνάνθρωπός του. Να βλέπουν την εικόνα με ένα παιδί εντός σκουπιδοτενεκέ και να λένε «πώς μπήκε εκεί μωρέ; Δεν μπορεί να σκαρφαλώσει, άρα; Επίτηδες το έκαναν για να στήσουν τη φωτογραφία αυτή», σας ενημερώνω πως το δικό μου αγόρι μπορεί (και μπορούσε) και σκαρφάλωνε σε χειρότερα ύψη και πιο δύσκολα από έναν σκουπιδοτενεκέ. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, ακόμη και να στήνουν κάποιοι εικόνες, το πρόβλημα είναι αυτή η αηδία να ψάξουμε να βρούμε κάτι να αποδείξουμε ότι «δεν πειράζει» που το παιδί πεινάει, που το παιδί κοιμάται στο νεκροταφείο, ή στο δρόμο κυριολεκτικά, διότι αυτά και χωρίς στημένα σκηνικά ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ.
Επιμένουν να φωνάζουν κάποιοι «αυτό να το σκέφτονταν όταν δεν ήθελαν να μένουν στη δομή και την έκαψαν» (που πολύ σωστά το έκαναν γιατί είναι ΝΤΡΟΠΗ για ΟΛΟΥΣ μας η Μοριά και το φωνάζουμε χρόνια) και «να τους πετάξουμε στη θάλασσα». Δεν θα γίνω σαν εσάς να ευχηθώ να το βιώσετε όσοι το λέτε με τις οικογένειές σας. Τόσο μπορείτε τόσο καταλαβαίνετε… Όμως πρέπει να αλλάξει αυτή η φάρα, η δική μας, νοοτροπία και κουλτούρα. Να αποβάλλει τα φασιστικά και ρατσιστικά σύνδρομα που υπάρχουν από πάντα! Εμείς πρέπει να το κάνουμε αυτό…
Είναι υποχρέωσή μας να αλλάξουμε τον Έλληνα, τη φάρα μας!
Όμως αυτό το γνωρίζαμε για την Ευρώπη από την αρχή της συνύπαρξης των κρατών. Γι’ αυτό πρέπει να εστιάσουμε καλύτερα σε εμάς, μπας και γίνουμε πρώτα εμείς σαν Έλληνες (και ως άνθρωποι) καλύτεροι. Να εστιάσουμε στη δική μας φάρα η οποία δεν είναι καλή, τουλάχιστον δεν είναι η καλύτερη. Ο Έλληνας από πάντα του… Να κοιτάμε την αλήθεια στο πρόσωπο και όσο άβολη κι αν είναι να την αποδεχτούμε. Δεν είμαστε σωστοί και καλοί… Είμαστε απόλυτα το αντίθετο… Όχι ΟΛΟΙ, αλλά δεδομένα οι περισσότεροι και προφανώς δεν περιμέναμε τις κρίσεις του τωρινού προσφυγικού για να το εμπεδώσουμε.
Όσοι έχουμε ανθρώπους που ήταν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και την Πόλη, τον Πόντο, το γνωρίζουμε ΑΡΙΣΤΑ… Η νοοτροπία του Έλληνα κρύβει φασισμό, ρατσισμό, απέχθεια στο διαφορετικό. Μην εθελοτυφλούμε άλλο και ας προσπαθήσουμε οι 40άρηδες και οι πιο μετά γενιές από εμάς να το αλλάξουμε όπως και όσο μπορούμε. Είναι ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ μας γιατί πίσω στο ’22 δεν υπήρχε τόση ευκολία και πρόσβαση στην παιδεία… Τώρα δεν υπάρχει δικαιολογία και η ευθύνη αν δεν γίνουμε εμείς και τα παιδιά μας καλύτεροι άνθρωποι και γενικά ο Έλληνας καλός, τότε δεν θα υπάρξει σωτηρία. Τότε το παιδί δεν θα γλιτώσει και δεν θα υπάρχει ελπίδα!
Πρέπει να είμαστε γενικά ειλικρινείς με τον εαυτό μας, αρχικά, έπειτα και με τον διπλανό μας… Δηλαδή απαιτούμε ανθρωπιά και συμπόνοια από έναν λαό, εμάς τους Έλληνες, ο οποίος (όπως σωστά το έγραψε ο Γιάννης Μπίλιος στο προφίλ του στο FB) το ’22 έκλεινε τις πόρτες και δεν έδινε ένα ποτήρι νερό στην ίδια του τη ράτσα και την αντιμετώπιζε ως Τούρκους, τουρκόσπορους για την ακρίβεια... Δεν μπορεί να έχουμε μνήμη χρυσόψαρου. Προφανώς και δεν ήταν ΟΛΟΙ έτσι, ούτε τότε, αλλά οι πολλοί, η συντριπτική πλειοψηφία, ήταν ακριβώς έτσι και χειρότερη σε πολύ πιο δύσκολες εποχές και συνθήκες για το ανθρώπινο είδος, για το συνάνθρωπό τους και συμπατριώτη τους…
«Σε παρακαλώ πολύ», του λέω, «μπορούμε να μείνουμε απόψε στην αυλή σου μέχρι να ξημερώσει; Είμαστε από την Αθήνα και είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι για να συνεχίσουμε την πορεία μας».
«Άκουσε να σου πω», μου λέει, «να φύγεις και να πας όπου θέλεις! Όταν ήσασταν στην Αθήνα, πηγαίνατε στου Ζαβορίτη, βάζατε το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο και τρώγατε την πάστα σας χωρίς να λογαριάζετε εμάς τους χωριάτες! Και τώρα που έχετε την ανάγκη μας πέσατε πάνω μας! Κακώς σας δίνουν να τρώτε! Να μείνετε στην Αθήνα και να πεθάνετε όλοι σας!».
«Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε», του λέω, «και με συγχωρείτε που σας ενόχλησα».
Φεύγω και ρωτάω μια κυρία που συνάντησα αν έχει εκεί κοντά κάποια εκκλησία ή σχολείο, όπου θα μπορούσαμε να μείνουμε.
«Κοίταξε να δεις», μου λέει εκείνη, «η εκκλησία είναι κλειδωμένη και δεν μπορείς να μπεις, αλλά, αν προχωρήσεις μέχρι την άκρη του χωριού, θα βρεις την εκκλησία του νεκροταφείου, την Αγία Παρασκευή, που είναι ανοιχτή».
Βρήκαμε το νεκροταφείο, αλλά η εκκλησία ήταν κλειστή. Δίπλα της βρισκόταν το οστεοφυλάκιο. Δοκιμάζω την πόρτα του· ήταν ανοιχτή.
«Εδώ θα μείνουμε απόψε», λέω στην οικογένειά μου. «Μαμά! Βλέπεις τι είναι εδώ;» μου λέει η κόρη μου.
«Παιδάκι μου, δεν είναι τίποτα», προσπαθώ να την καθησυχάσω. «Οι πεθαμένοι δεν είναι παρά άνθρωποι σαν κι εμάς. Κι εμείς κάποια μέρα θα γίνουμε σαν κι αυτούς. Στη Μικρά Ασία, στην Καταστροφή, εμείς μέναμε ακόμα και μέρες ολόκληρες αγκαλιά με τους πεθαμένους, γιατί κρυβόμασταν…
Μπαίνουμε μέσα, αδειάζω τα οστά από τα κιβωτιάκια, τα σπάω κι ανάβω μια φωτιά στη μέση του οστεοφυλάκιου. Ζεσταθήκαμε λίγο κι ευτυχώς η πόρτα από πάνω είχε μια μεγάλη χαραμάδα κι έτσι ο καπνός είχε διέξοδο να βγει και δεν μας έπνιξε. Τώρα έπρεπε να βρω κάτι για να φάμε. Βρήκαμε μπουκαλάκια με λάδι. Βρίσκω ένα πήλινο δοχείο και χύνω μέσα το λάδι. «Αύριο, μόλις ξημερώσει, θα βρω κάτι να μαγειρέψω», τους λέω. Πέφτουμε να κοιμηθούμε αγκαλιασμένοι και μόλις μας είχε πάρει ο ύπνος ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μια γυναίκα, πολύ φτωχικά ντυμένη.
«Πώς θα ξημερώσετε χωρίς να φάτε και μ’ αυτό το κρύο;» μας λέει. «Εγώ δεν μπορώ να σας πάρω στο σπίτι μου, γιατί ο γαμπρός μου δεν μ’ αφήνει να βάζω κανέναν στο σπίτι. Τουλάχιστον πάρτε κάτι να φάτε», και μας δίνει δύο βρασμένα αβγά κι ένα κομμάτι τυρί.
Τέσσερεις μέρες μείναμε σ’ εκείνο το οστεοφυλάκιο. Η γυναίκα μάς ξανάφερε φαγητό –ο Θεός ν’ αναπαύει την ψυχούλα της…
Φιλιώ Χαϊδεμένου, Γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα, εκδόσεις Ο Μωβ Σκίουρος, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, πρέπει να θυμόμαστε και να αλλάζουμε προς το καλύτερο. Κάτι που δεν έχουμε πετύχει και γι’ αυτό έχουμε ΑΠΟΤΥΧΕΙ…
Πηγή
Author: k.topas